-
1 ἀνά-κειμαι
ἀνά-κειμαι (s. κεῖμαι), = ἀνατέϑειμαι, vgl. über dieses Wort Ath. I, 23 c; a) vorräthig daliegen, Plnd. Ol. 13, 86; bes. von Dingen, die den Göttern geweiht sind, κρητῆρες Her. 1, 14; ποίημα ἐν ἱερῷ 2, 185; λόγος τῷ ϑεῷ ἀνακείσϑω Plat. Conv. 197 c; offen daliegen, παράδειγμα ἐν οὐρανῷ Rep. IX, 592 b; ὁ Σόλων ἐν τῇ ἀγορᾷ, die Statue des Solon steht auf dem Markte, Aesch. 1, 25; Lycurg. 51; – τινί od. πρός τινι, sich einer Sache widmen, Sp. – b) ἀνάκειται εἴς τινα, es wird einem zugeschrieben, beruht auf ihm, πάντα εἰς τούτους Her. 3, 31; vgl. 1, 97; αἱ πράξεις ἀνάκεινταί τινι Plut. Lys. 1; πάντων τοῖς Ἀϑηναίοις εἰς τὰς ναῦς ἀνακειμένων, alles hing von den Schiffen ab, Thuc. 7, 71; ἐπί τινι, Ar. Av. 637 ἐπὶ τῇ τύχῃ; Antiph. 5, 6 ἀνάκειταί μοι ἐς τοῦτο, es kommt mir darauf an. Bei Sp. zu Tische liegen, s. die von Ath. angeführten Stellen; Matth. 9, 10; Lucill. 28 (IX, 140); von Phrynich. als unatt. getadelt.
См. также в других словарях:
αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… … Dictionary of Greek
ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία … Dictionary of Greek
δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… … Dictionary of Greek